ἐκφυσήσασαι

ἐκφυσήσασαι
ἐκφυσήσᾱσαι , ἐκφυσάω
blow out
aor part act fem nom/voc pl (attic epic ionic)
ἐκφῡσήσᾱσαι , ἐκφυσάω
blow out
aor part act fem nom/voc pl (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εκφυσώ — ( άω) (AM ἐκφυσῶ) φυσώ προς τα έξω, ξεφυσώ, αποπνέω μσν. 1. (για άνεμο) φυσώ 2. αναδίδω αρχ. 1. (κυρίως για ποταμούς) εκχέω, χύνομαι, εκδηλώνω το μένος μου («ἔνθα ποταμὸς ἐκφυσᾷ μένος») 2. διεγείρω 3. διασκορπίζω, διώχνω μακριά με φύσημα 4.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”